Αρχές δεκαετίας του 80. Τέλη Μαϊου, βράδυ Δευτέρας, γύρω στις 11, σ' ένα στενάχωρο δωμάτιο, δύο επί τρία. Μόλις έχει τελειώσει στο ραδιόφωνο, το θέατρο της Δευτέρας. ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ! Μοναδικός και ευεργετικός σύντροφος, όαση στην πολιτιστική φτώχια του χωριού. Η φωνή του Νίκου Τζόγια ακόμη αντηχεί στα αφτιά της Λένας, αντρίκια συνάμα και τρυφερή, καθώς απευθύνει τις ατάκες του στην Ελσα Βεργή. Η φαντασία της οργιάζει, πλάθοντας μορφές, κινήσεις, χρώματα εξιδανικευμένα. Τα μάτια της καρφωμένα στο ετοιμόρροπο ταβάνι, αρνούνται πεισματικά να κλείσουν, κάνοντας αντίσταση στην νομοτελειακή έγκλειση. Στο απέναντι δωμάτιο, επίσης ασφυκτικό, οι γονείς της έχουν κοιμηθεί από πολύ νωρίς, αποσταμένοι από τις μέριμνες της ημέρας. Το μακρόσυρτο ροχαλητό του πατέρα της, με τις απρόβλεπτες ηχητικές διακυμάνσεις, ταρακουνά συθέμελα το παλιό σπίτι. Άλλο ένα αδιάφορο βράδυ, ακριβώς το ίδιο με το χτεσινό και το προχτεσινό, εφιάλτης για τα 16 της χρόνια.

 

Και όμως!!! Απόψε το βράδυ έμελλε να είναι αλλιώτικο, δεν ξέρω για καλύτερο αλλά τουλάχιστον διαφορετικό. Μέσα στην αβάσταχτη ησυχία της Πολιχνιάτικης νύχτας, ακούγεται από μακριά, ένα εντελώς παράφωνο τραγούδι, που όσο πλησιάζει, γίνεται σαφές ότι το ερμηνεύει, τρομάρα του, ένας μεθυσμένος τροβαδούρος.

Νίτσα Ελενίτσα Ελενάκι μου

 

Προφανώς αποσταμένος από τη διαδρομή που ήδη είχε διανύσει, για κακή-πολύ κακή τύχη της Λένας, στρατοπεδεύει στα λιγοστά σκαλοπάτια της, συνεχίζοντας απτόητος να «εκτελεί» στην κυριολεξία, το παραπάνω άσμα.

 

Εσύ είσαι το όνειρό μου και το μεράκι μου

 

Ω Θεέ μου, τι με βρήκε την καψερή απόψε, αναρωτιέται η Λένα περιμένοντας στωικά την αντίδραση του πατέρα της, που δεν αργεί. Απότομα σταματά το ροχαλητό, ακούγεται κάτι σαν χλιμίντρισμα και ο μπάρμπα-Δημητρός ξυπνά. Όρθιος στην πόρτα της, αγριεμένη καρικατούρα του Μποστ, με το άσπρο-φαρδύ σώβρακο και κάγκελο τα λίγα-ελάχιστα μαλλιάτου.

- Ποιος είνι τούτους, μουρή Λενάκ, που μας καν’ καντάδα; Έφτα που φουβούμνταν, στου τσιφάλι μ ήρταν;

 

Μάταιες οι προσπάθειές της να τον πείσει ότι δεν ξέρει, δεν γνωρίζει τίποτα για το σκηνικό που διαδραματίζεται και για τον περί ου ο λόγος κανταδόρο. Σίγουρος ότι θίχτηκε η τιμή και η αξιοπρέπειά του, ωρύεται έτοιμος να χειροδικήσει. Μέσα στην αναμπουμπούλα, κι ενώ η μάνα της προσπαθεί, ως ψυχραιμότερη, να τον συγκρατήσει, πέφτει και μια ξεγυρισμένη μπούφλα. Ανένδοτος ο θιγμένος πατήρ, εκτοξεύει απειλές «Μουρή θα σι κουρέψου», «Γω του κούτελουμ του έχου καθαρό» κ.α. ευτράπελα.

 

Εν τω μεταξύ, ο επίδοξος κανταδόρος, έχοντας φυσικά πλήρη άγνοια για το τι συντελείται εντός του σπιτιού, αποφασίζει να μετακινήσει το σεβντά του και σε άλλα σκαλοπάτια, πιο κάτω μέσα στο επόμενο στενό. Τέλος, κι επειδή με τούτα και με κείνα, ο μπάρμπα-Δημητρός έχασε και τον ύπνο του, αποφασίζει να κηρύξει ανακωχή και πέφτουν όλοι ξανά να ρημαδοκοιμηθούν.

 

Ξημερώνει ο Θεός τη μέρα του και παρ’ ελπίδα στο σπίτι επικρατεί μια συνωμοτική και ένοχη σιωπή. Ούτε κουβέντα για τα χθεσινοβραδινά. Δε μπορεί. Εδώ κάτι συμβαίνει. Ο μπάρμπα-Δημητρός δεν την είχε συνηθίσει σε άρδην αλλαγή της συμπεριφοράς του, όσες ενοχές κι αν ένιωθε. Γρήγορα οι ψίθυροι της γειτονιάς φτάνουν στα αφτιά της.

-«Mουρή Μυρσίνη, άκσις ψε σ’ καντάδις;»

-«Σ’άκσα, σ’ άκσα, γι τάδις ήνταν, τσι σήμιρα θα ακούις αρριβουνιάσματα».

 

Αμ έτσι εξηγείται η μεταστροφή. Άλλο Λενάκι ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Τι αδικία; Με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο. Και ούτε μια λέξη συγγνώμης, τίποτα. Δε βαριέσαι, είχε συνηθίσει τις αυθαιρεσίες του πατέρα της. Τουλάχιστον δικαιώθηκε.

 

Όταν μετά από χρόνια, η Λένα μεγάλη πια, με χιουμοριστική διάθεση αναφέρθηκε σ’ εκείνο το ατυχές συμβάν, κανείς τάχα δεν θυμόταν στο σπίτι το παραμικρό. Μήπως δεν ήθελε να θυμάται;